Greek Meaning of incerative
υποκινητικός
Other Greek words related to υποκινητικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of incerative
- inceration => Καύση
- inceptor => ιθύνων νους
- inceptive => Αρχικός
- inception => έναρξη
- incentively => Με κίνητρα
- incentive stock option => Εξωτερικό κίνητρο απόδοσης κι επιλογές εξάσκησης μετοχών
- incentive scheme => πρόγραμμα κινήτρων
- incentive program => πρόγραμμα κινήτρων
- incentive option => Επιλογή κινήτρων
- incentive => κίνητρο
Definitions and Meaning of incerative in English
incerative (a.)
Cleaving or sticking like wax.
FAQs About the word incerative
υποκινητικός
Cleaving or sticking like wax.
No synonyms found.
No antonyms found.
inceration => Καύση, inceptor => ιθύνων νους, inceptive => Αρχικός, inception => έναρξη, incentively => Με κίνητρα,