Greek Meaning of generically
γενικά
Other Greek words related to γενικά
- κοινός
- γενικός
- συνολικά
- καθολικός
- διάφορος
- κουβέρτα
- Ευρύς
- πλατύ πινέλο
- συλλογικός
- ολοκληρωμένο
- εκτεταμένος
- παγκόσμιος
- χονδρική
- ευρύ
- ευρέως διαδεδομένος
- σύνολο
- ολοκληρωτικός
- φαρδύς δρόμος
- πλατύς
- ευρείας κλίμακας
- ολοκληρωμένο
- γεμάτος
- Συμπεριληπτική
- υπερκείμενος
- διάχυτος
- πλανητικός
- ολομέλεια
- σάρωση
- πανταχού παρών
- παγκόσμιος
Nearest Words of generically
Definitions and Meaning of generically in English
generically (r)
without a trademark or brand name
as sharing a common genus
generically (adv.)
With regard to a genus, or an extensive class; as, an animal generically distinct from another, or two animals or plants generically allied.
FAQs About the word generically
γενικά
without a trademark or brand name, as sharing a common genusWith regard to a genus, or an extensive class; as, an animal generically distinct from another, or t
κοινός,γενικός,συνολικά,καθολικός,διάφορος,κουβέρτα,Ευρύς,πλατύ πινέλο,συλλογικός,ολοκληρωμένο
άτομο,ιδιαίτερο,συνιστώσα,διμοιρίας,αποσπασματικό,Τοπικός,μερικός,περιφερειακός,συστατικό,εγκάρσιος
generical => γενικός, generic wine => επιτραπέζιος οίνος, generic noun => Γενικό όνομα, generic drug => Γενόσημο φάρμακο, generic => γενικό,