Greek Meaning of seedbed
σπορείο
Other Greek words related to σπορείο
Nearest Words of seedbed
Definitions and Meaning of seedbed in English
seedbed (n)
a bed where seedlings are grown before transplanting
FAQs About the word seedbed
σπορείο
a bed where seedlings are grown before transplanting
Κεφάλαιο,κέντρο,θερμοκήπιο,Θερμοκήπιο,κόμβος,Μέκκα,φωλιά,φωλιά,παιδικός σταθμός,Σεμινάριο
No antonyms found.
seed weevil => Σπόρος επίρρινος, seed vessel => Καρπός, seed stock => Απόθεμα σπόρων, seed shrimp => αρτέμια, seed plant => Σπερματόφυτο,