Greek Meaning of breeding ground
Τόπος αναπαραγωγής
Other Greek words related to Τόπος αναπαραγωγής
Nearest Words of breeding ground
Definitions and Meaning of breeding ground in English
breeding ground (n)
a place where animals breed
FAQs About the word breeding ground
Τόπος αναπαραγωγής
a place where animals breed
Κεφάλαιο,κέντρο,φωλιά,παιδικός σταθμός,βάση,πυρήν,χωνευτήρι,Εστίαση,καρδιά,θερμοκήπιο
No antonyms found.
breeding => αναπαραγωγή, breeder reactor => Αντιδραστήρας αναπαραγωγής, breeder => εκτροφέας, breede => πλατύς, breedbate => διασταύρωση,