Greek Meaning of seed plant
Σπερματόφυτο
Other Greek words related to Σπερματόφυτο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of seed plant
- seed pearl => σπόρος μαργαριταριού
- seed oyster => Στρείδι σπόρος
- seed money => αρχικός κεφάλαιο
- seed lac => σελάκ
- seed grain => Σπόρος δημητριακών
- seed fern => Σποροφόρο φτέρες
- seed corn => σπόρος καλαμποκιού
- seed coat => Σπέρματος περίβλημα
- seed catalogue => Κατάλογος σπόρων
- seed catalog => Κατάλογος σπόρων
Definitions and Meaning of seed plant in English
seed plant (n)
plant that reproduces by means of seeds not spores
FAQs About the word seed plant
Σπερματόφυτο
plant that reproduces by means of seeds not spores
No synonyms found.
No antonyms found.
seed pearl => σπόρος μαργαριταριού, seed oyster => Στρείδι σπόρος, seed money => αρχικός κεφάλαιο, seed lac => σελάκ, seed grain => Σπόρος δημητριακών,