FAQs About the word slaveholders

ιδιοκτήτες σκλάβων

an owner of slaves, someone who holds one or more people involuntarily and under threat of violence within a system of chattel slavery

δουλέμποροι,απελεύθεροι,δουλέμποροι,απελευθερωμένες γυναίκες,ελεύθεροι άνθρωποι,Εμπόροι σκλάβων,εργοδηγοί,δάσκαλοι

δουλοπάροικοι,εγγυητές,κινητά πράγματα,δουλοπάροικοι,Σκλάβοι,δούλες,δούλες,εἵλωτες,οντάλ

slaved (for) => (δολοδουλωμένος (από)), slave drivers => Εμπόροι σκλάβων, slave (for) => δούλος (για), slaughterers => Χασάπηδες, slathering => άλειμμα,