Greek Meaning of teachableness
Διδακτικότητα
Other Greek words related to Διδακτικότητα
- Συμμόρφωσης
- αποδοχή
- ευγένεια
- ευκολία
- капитуляция
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- σεβασμός
- υπακοή
- Ταπεινότητα
- πράοτης
- υπακοή
- υπόκλιση
- δουλοπρέπεια
- υποβολή
- υποτακτικότητα
- υπαγωγή
- παράδοση
- προσαρμοστικότητα
- Πειθήνιοτητα
- υποχωρητικός
- υποταγή
- Εκπαιδευσιμότητα
- Πειθαρχία
- συνέπεια χρέους
- Αναστολή
- σεμνότητα
- καταστολή
- συγκράτηση
- δουλοπρέπεια
- υποταγή
- υποταγή
- καταστολή
- δουλοπρέπεια
- έλεγχος
- αντίθεση
- ανυπακοή
- πρόκληση
- ανυπακοή
- Ασεβεια
- Θράσος
- Θράσσος
- Απείθεια
- δυσκολία
- μη συμμόρφωση
- εξέγερση
- ανταρσία
- απειθαρχία
- ανθυγία
- αγένεια
- Αυτοθέληση
- αναρχία
- αυθαιρεσία
- Μη συνεργασία
- παραξενιά
- μπόζο
- διαφωνία
- εξέγερση
- Εξέγερση
- εξέγερση
- κακή συμπεριφορά
- ανταρσία
- Επιμονή
- θόρυβος
- εστία
- διαστροφή
- Πεισματικότητα
- αντάρτης
- άρνηση
- εξέγερση
- Εμμονή
- κακοτροπία
- πείσμα
- Διαφωνία
- σκανταλιά
- πεισματικότητα
- σκανταλιά
- ανταρσία
- Ύβρις
Nearest Words of teachableness
- teache => Δάσκαλος
- teacher => δάσκαλος
- teacher's certificate => Πιστοποιητικό διδασκαλίας
- teachers college => Διδασκαλείο
- teacher's pet => Ο αγαπημένος μαθητής/μαθήτρια του δασκάλου
- teachership => Δίπλωμα διδασκαλίας
- teacher-student relation => σχέση καθηγητή-μαθητή
- teach-in => διδασκαλία
- teaching => διδασκαλία
- teaching aid => βοήθημα διδασκαλίας
Definitions and Meaning of teachableness in English
teachableness (n.)
Willingness to be taught.
FAQs About the word teachableness
Διδακτικότητα
Willingness to be taught.
Συμμόρφωσης,αποδοχή,ευγένεια,ευκολία ,капитуляция,συμμόρφωση,συμμόρφωση,σεβασμός,υπακοή,Ταπεινότητα
αντίθεση,ανυπακοή,πρόκληση,ανυπακοή,Ασεβεια,Θράσος,Θράσσος,Απείθεια,δυσκολία,μη συμμόρφωση
teachable => Διδάξιμος, teach => διδάσκω, teacart => Καρότσι τσαγιού, teacake => Τσάικέικ, teaberry => Τομίλλια,