Greek Meaning of teachableness

Διδακτικότητα

Other Greek words related to Διδακτικότητα

Definitions and Meaning of teachableness in English

Webster

teachableness (n.)

Willingness to be taught.

FAQs About the word teachableness

Διδακτικότητα

Willingness to be taught.

Συμμόρφωσης,αποδοχή,ευγένεια,ευκολία ,капитуляция,συμμόρφωση,συμμόρφωση,σεβασμός,υπακοή,Ταπεινότητα

αντίθεση,ανυπακοή,πρόκληση,ανυπακοή,Ασεβεια,Θράσος,Θράσσος,Απείθεια,δυσκολία,μη συμμόρφωση

teachable => Διδάξιμος, teach => διδάσκω, teacart => Καρότσι τσαγιού, teacake => Τσάικέικ, teaberry => Τομίλλια,