Greek Meaning of teach
διδάσκω
Other Greek words related to διδάσκω
- εκπαίδευση
- διδάσκω
- διδάσκω
- μάθημα
- σχολείο
- τρένο
- Δάσκαλος
- κατηχώ
- προπονητής
- άμεσο
- Άσκηση
- οικοδομώ
- φωτίζω
- εξοικειώνω
- κατάλληλο
- έδαφος
- οδηγός
- εξουσιοδοτώ
- Εκπαίδευση στο σπίτι
- μεταδίδω
- εμπεδώνω
- πληροφορώ
- αρχίζω
- ενσταλάζω
- εμφυσώ
- εισάγω
- μόλυβδος
- διάλεξη
- Μέντορας
- διδάσκω ηθική
- κηρύσσειν
- ετοιμάζω
- πρώτος αριθμός
- πληροί τις προϋποθέσεις
- Διδάξω ξανά
- ανταρτοδουλεύω
- Δείχνω
Nearest Words of teach
- teachable => Διδάξιμος
- teachableness => Διδακτικότητα
- teache => Δάσκαλος
- teacher => δάσκαλος
- teacher's certificate => Πιστοποιητικό διδασκαλίας
- teachers college => Διδασκαλείο
- teacher's pet => Ο αγαπημένος μαθητής/μαθήτρια του δασκάλου
- teachership => Δίπλωμα διδασκαλίας
- teacher-student relation => σχέση καθηγητή-μαθητή
- teach-in => διδασκαλία
Definitions and Meaning of teach in English
teach (n)
an English pirate who operated in the Caribbean and off the Atlantic coast of North America (died in 1718)
teach (v)
impart skills or knowledge to
accustom gradually to some action or attitude
teach (v. t.)
To impart the knowledge of; to give intelligence concerning; to impart, as knowledge before unknown, or rules for practice; to inculcate as true or important; to exhibit impressively; as, to teach arithmetic, dancing, music, or the like; to teach morals.
To direct, as an instructor; to manage, as a preceptor; to guide the studies of; to instruct; to inform; to conduct through a course of studies; as, to teach a child or a class.
To accustom; to guide; to show; to admonish.
teach (v. i.)
To give instruction; to follow the business, or to perform the duties, of a preceptor.
FAQs About the word teach
διδάσκω
an English pirate who operated in the Caribbean and off the Atlantic coast of North America (died in 1718), impart skills or knowledge to, accustom gradually to
εκπαίδευση,διδάσκω,διδάσκω,μάθημα,σχολείο,τρένο,Δάσκαλος,κατηχώ,προπονητής,άμεσο
No antonyms found.
teacart => Καρότσι τσαγιού, teacake => Τσάικέικ, teaberry => Τομίλλια, tea urn => Τσαγιέρα, tea trolley => Καρότσι τσαγιού,