Greek Meaning of educate
εκπαίδευση
Other Greek words related to εκπαίδευση
- διδάσκω
- διδάσκω
- πληροφορώ
- διδάσκω
- μάθημα
- σχολείο
- τρένο
- Δάσκαλος
- κατηχώ
- προπονητής
- άμεσο
- Άσκηση
- οικοδομώ
- φωτίζω
- εξοικειώνω
- έδαφος
- οδηγός
- εξουσιοδοτώ
- μεταδίδω
- εμπεδώνω
- ενσταλάζω
- εμφυσώ
- εισάγω
- μόλυβδος
- διάλεξη
- Μέντορας
- διδάσκω ηθική
- κηρύσσειν
- ετοιμάζω
- πρώτος αριθμός
- πληροί τις προϋποθέσεις
- επανεκπαιδεύω
- ανταρτοδουλεύω
- Δείχνω
Nearest Words of educate
- educated => μορφωμένος
- educatee => εκπαιδευόμενος
- educating => εκπαίδευση
- education => εκπαίδευση
- education department => υπουργείο Παιδείας
- education secretary => Υπουργός Παιδείας
- educational => εκπαιδευτικό
- educational activity => Εκπαιδευτική δραστηριότητα
- educational institution => εκπαιδευτικό ίδρυμα
- educational program => Εκπαιδευτικό πρόγραμμα
Definitions and Meaning of educate in English
educate (v)
give an education to
create by training and teaching
teach or refine to be discriminative in taste or judgment
educate (v. t.)
To bring /// or guide the powers of, as a child; to develop and cultivate, whether physically, mentally, or morally, but more commonly limited to the mental activities or senses; to expand, strengthen, and discipline, as the mind, a faculty, etc.,; to form and regulate the principles and character of; to prepare and fit for any calling or business by systematic instruction; to cultivate; to train; to instruct; as, to educate a child; to educate the eye or the taste.
FAQs About the word educate
εκπαίδευση
give an education to, create by training and teaching, teach or refine to be discriminative in taste or judgmentTo bring /// or guide the powers of, as a child;
διδάσκω,διδάσκω,πληροφορώ,διδάσκω,μάθημα,σχολείο,τρένο,Δάσκαλος,κατηχώ,προπονητής
συγχέω,σκουraίνει,ασαφής,μπερδεμένος,παζλ,θολώνω
educable => εκπαιδεύσιμος, educability => Εκπαιδευσιμότητα, eduard buchner => Έντουαρντ Μπούχνερ, edta => EDTA, edsel bryant ford => Έντσελ Μπράιαντ Φορντ,