FAQs About the word tutor

Δάσκαλος

a person who gives private instruction (as in singing, acting, etc.), be a tutor to someone; give individual instruction, act as a guardian to someone

Εκπαιδευτής,δάσκαλος,σύμβουλος,προπονητής,σύμβουλος,Χειριστής,διευθυντής,σύμβουλος,σύμβουλος,τρυπάνι

No antonyms found.

tutelo => Τουτέλο, tutelary => προστατευτικός, tutelar => Προστατευτικός, tutelage => κηδεμονία, tutee => Μαθητής,