Greek Meaning of crosscutting
διατομικό
Other Greek words related to διατομικό
- σχίσιμο
- πριόνισμα
- ψαλίδι
- κούρεμα
- κόψιμο
- κοπή
- σχίση
- μώλωπες
- Σφαγή
- γλυπτική
- σχηματοποίηση
- σμίλευμα
- Κόψιμο
- Κοπή
- σκίσιμο
- χάκινγκ
- Σιδηροπρίονο
- εγχάραξη
- τσακισμένος
- ζάρωμα
- τρύπημα
- σχίσιμο
- σκίσιμο
- σχίσιμο
- τμηματοποίηση
- κοπή
- μαχαίρωμα
- Δάκρυα
- ακρωτηριασμός
- ανατομία
- σμίλευση
- κόβοντας
- ζάρι
- διατομή
- Παζάρια
- κιμάς
- εγκοπή
- διαχωρισμός
Nearest Words of crosscutting
- crossed (out) => διαγραμμένο
- crossed (up) => Σταυρωμένο (πάνω)
- crossed paths (with) => διασταυρώνομαι (με)
- crosses => σταυροί
- cross-examinations => Αντεξετάσεις
- cross-examine => Αντεξέταση
- cross-examined => Ανακρίθηκε
- cross-examining => Αντεξέταση
- crossing (out) => <crossing (out)/>
- crossing (up) => διάβαση (πάνω)
Definitions and Meaning of crosscutting in English
crosscutting
a technique especially in filmmaking of interweaving bits of two or more separate scenes
FAQs About the word crosscutting
διατομικό
a technique especially in filmmaking of interweaving bits of two or more separate scenes
σχίσιμο,πριόνισμα,ψαλίδι,κούρεμα,κόψιμο,κοπή,σχίση,μώλωπες,Σφαγή,γλυπτική
No antonyms found.
crosscuts => διατομές, cross-claims => αντίθετες απαιτήσεις, cross-claim => ανταγωγή, crossbowmen => Τοξότες, crossbowman => Τοξότης,