Greek Meaning of crosscuts
διατομές
Other Greek words related to διατομές
- χαράζει
- σκισίματα
- πριόνια
- ψαλίδι
- ψαλίδι
- κάθετοι
- φέτες
- σχισμές
- διαχωρισμοί
- ανατέμνει
- μώλωπες
- χασάπηδες
- σκαλίζει
- τσιπς
- σμίλη
- σχίζει
- Κοψίματα
- πληγές
- χάκς
- σιδηροπρίονα
- παζαρεύω
- σχίζει
- στριφογυρίζει
- εγκοπές
- διαπερνά
- σχίζει
- ποτάμια
- ενότητες
- μαχαιριές
- δάκρυα
- ακρωτηριάζει
- Παϊδάκια
- κόβει
- ζάρια
- ανατέμνει
- κιμάς
- κόβει
Nearest Words of crosscuts
- cross-claims => αντίθετες απαιτήσεις
- cross-claim => ανταγωγή
- crossbowmen => Τοξότες
- crossbowman => Τοξότης
- crossbeams => εγκάρσιες δοκοί
- crossbars => εγκάρσιες δοκοί
- cross paths (with) => (συναντώ κάποιον)
- cross fires => Σταυρωτά πυρά
- cross fire => Διασταυρούμενα πυρά
- cross actions => Διασταυρούμενες ενέργειες
- crosscutting => διατομικό
- crossed (out) => διαγραμμένο
- crossed (up) => Σταυρωμένο (πάνω)
- crossed paths (with) => διασταυρώνομαι (με)
- crosses => σταυροί
- cross-examinations => Αντεξετάσεις
- cross-examine => Αντεξέταση
- cross-examined => Ανακρίθηκε
- cross-examining => Αντεξέταση
- crossing (out) => <crossing (out)/>
Definitions and Meaning of crosscuts in English
crosscuts
made or used for cutting across the grain of wood, made or used for cutting transversely, to cut with a crosscut saw, to subject (something, such as movie scenes) to crosscutting, to cut, go, or move across or through, cut across or transversely, crosscut saw, a crosscut saw, to cut or saw across the grain of wood, cross section, something that cuts across or through, an instance of crosscutting (as in a movie), a mine working driven horizontally and at right angles to an adit, drift, or level, cut across
FAQs About the word crosscuts
διατομές
made or used for cutting across the grain of wood, made or used for cutting transversely, to cut with a crosscut saw, to subject (something, such as movie scene
χαράζει,σκισίματα,πριόνια,ψαλίδι,ψαλίδι,κάθετοι,φέτες,σχισμές,διαχωρισμοί,ανατέμνει
No antonyms found.
cross-claims => αντίθετες απαιτήσεις, cross-claim => ανταγωγή, crossbowmen => Τοξότες, crossbowman => Τοξότης, crossbeams => εγκάρσιες δοκοί,