Greek Meaning of scissors
ψαλίδι
Other Greek words related to ψαλίδι
- διατομές
- σιδηροπρίονα
- πριόνια
- ψαλίδι
- κάθετοι
- φέτες
- σχισμές
- μαχαιριές
- μώλωπες
- χασάπηδες
- τσιπς
- σμίλη
- σχίζει
- Κοψίματα
- πληγές
- χάκς
- παζαρεύω
- χαράζει
- σχίζει
- στριφογυρίζει
- εγκοπές
- διαπερνά
- σχίζει
- σκισίματα
- ποτάμια
- διαχωρισμοί
- δάκρυα
- ακρωτηριάζει
- ανατέμνει
- σκαλίζει
- Παϊδάκια
- κόβει
- ζάρια
- ανατέμνει
- κιμάς
- ενότητες
- κόβει
Nearest Words of scissors
- scissors grip => λαβή ψαλιδιού
- scissors hold => Κράτημα ψαλιδιού
- scissors kick => ψαλίδι
- scissorsbill => Ψαλιδόραμφος
- scissorstail => ψαλίδι
- scissors-tailed => ψαλιδοουρά
- scissortail => ψαλιδοουρά λιακόπουλο
- scissor-tailed => ψαλιδωτή
- scissortailed flycatcher => Κοκκινοκουρούνα του Μισισιπή
- scissure => σχισμή
Definitions and Meaning of scissors in English
scissors (n)
an edge tool having two crossed pivoting blades
a wrestling hold in which you wrap your legs around the opponents body or head and put your feet together and squeeze
a gymnastic exercise performed on the pommel horse when the gymnast moves his legs as the blades of scissors move
scissors (n. pl.)
A cutting instrument resembling shears, but smaller, consisting of two cutting blades with handles, movable on a pin in the center, by which they are held together. Often called a pair of scissors.
FAQs About the word scissors
ψαλίδι
an edge tool having two crossed pivoting blades, a wrestling hold in which you wrap your legs around the opponents body or head and put your feet together and s
διατομές,σιδηροπρίονα,πριόνια,ψαλίδι,κάθετοι,φέτες,σχισμές,μαχαιριές,μώλωπες,χασάπηδες
No antonyms found.
scissor hold => ψαλίδι λαβή, scissor grip => λαβή ψαλιδιού, scissor => Ψαλίδι, scissiparity => σχισσιπαρία, scission => διχοτόμηση,