Greek Meaning of agreeing (on)
συμφωνεί (με)
Other Greek words related to συμφωνεί (με)
- διάταξη
- αποφασίζοντας
- διάθεση
- επιλέγω
- ολοκλήρωση
- σχεδιάζοντας
- υπολογισμός
- επιδιόρθωση
- προγραμματισμός
- επίλυση
- ρύθμιση
- προπόνηση
- ολοκλήρωση
- σφυρηλάτηση
- τοποθέτηση
- Χαρτογράφηση (έξω)
- επιβεβαιωτικός
- Εγκριτικός
- εξουσιοδοτώντας
- παζάρεμα
- υπολογίζοντας
- κλείσιμο
- τελικός
- επιβεβαιώνοντας
- σύναψη σύμβασης
- συναλλαγή
- υπισχνόμενος
- σύνταξη
- τέλος
- φινίρισμα
- Καδράρισμα
- συναρπαστικό
- Μανούβρες
- διαπραγμάτευση
- υπόσχεση
- Προγραμματισμός
- προγραμματισμός
- ελπιδοφόρος
- επιβάλλων κυρώσεις
- Σχεδιαστής
- κατακάθιση
- διαμόρφωση
- προσχέδιο
- γράφημα
- συναυλία
- Εντάξει
- επιλέξιμο
- Στρογγυλοποίηση (πάνω ή κάτω)
- Σχηματοποίηση
- Τετραγωνισμός
- εκκαθάριση
- συσκευασία
Nearest Words of agreeing (on)
Definitions and Meaning of agreeing (on) in English
agreeing (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word agreeing (on)
συμφωνεί (με)
διάταξη,αποφασίζοντας,διάθεση,επιλέγω,ολοκλήρωση,σχεδιάζοντας,υπολογισμός,επιδιόρθωση,προγραμματισμός,επίλυση
κλήση,πτώση,κατάργηση,ανακλήσεις,ανάκληση,ακύρωση,διαφορετικός (πάνω από),διαφωνία (με),υπενθύμιση,συζητώ
agreed (with) => συμφωνεί (με), agreed (to) => συμφωνημένο (με), agree (with) => συμφωνώ (με), agree (with or to) => συμφωνώ (με ή προς), agree (to) => συμφωνώ,