FAQs About the word crying (out)

(κλαίγοντας)

to make a loud sound because of pain, fear, surprise, etc., to speak in a loud voice

ανοίγω το στόμα μου και τα λέω,αναφωνώντας,φώνας,βρυχηθμός,βρυχιό,επίστρωση,βέλασμα,αδέξιος,κεραυνοβολία,λαλητός

No antonyms found.

crying (for) => κλαίγοντας (για), cry up => κλαίω, cry off => κλαίω, cry down => κλάψε κάτω, cry (out) => φωνάζω,