FAQs About the word oohing

ω

an utterance of the interjection ooh, to exclaim in amazement, joy, or surprise

ααα,αχ,φώναγμα,ουρλιαχτό,ουρλιαχτό,φώνας,κοκκύτης,βρυχηθμός,βέλασμα,λαλητός

No antonyms found.

oohed => ωωω, onuses => υποχρεώσεις, on-target => στο στόχο, onsets => αρχές, onlookers => οι παρευρισκόμενοι,