Greek Meaning of internship
Πρακτική άσκηση
Other Greek words related to Πρακτική άσκηση
Nearest Words of internship
- internuncial => Διεθνικός
- internunciess => Ιντερνόντιοι
- internuncio => Ίντερνούκιος
- internuncios => Ιντερνούνσιοι
- internuncioship => ιντερνουντσιάтура (nunziatura)
- internuncius => ιεροπρεσβευτής
- interoceanic => διαωκεάνιος
- interoception => Ενδοεπίδραση
- interoceptive => ενδοσωματαισθητικός
- interoceptor => ενδοϋποδοχέας
Definitions and Meaning of internship in English
internship (n)
the position of a medical intern
FAQs About the word internship
Πρακτική άσκηση
the position of a medical intern
μαθητεία,Εξωτερική πρακτική άσκηση,πρακτική,εκπαίδευση,Βασική εκπαίδευση,Στρατόπεδο εκπαίδευσης,σώμα δοκίμων,υποψηφιότητα,εκπαίδευση,Γείωση
Θητεία
internodial => εσωτερικός, internode => κόμβος, internodal => ενδογκόμβιος, internment camp => Στρατόπεδο κράτησης, internment => Κρατούμενος,