Greek Meaning of internship

Πρακτική άσκηση

Other Greek words related to Πρακτική άσκηση

Definitions and Meaning of internship in English

Wordnet

internship (n)

the position of a medical intern

FAQs About the word internship

Πρακτική άσκηση

the position of a medical intern

μαθητεία,Εξωτερική πρακτική άσκηση,πρακτική,εκπαίδευση,Βασική εκπαίδευση,Στρατόπεδο εκπαίδευσης,σώμα δοκίμων,υποψηφιότητα,εκπαίδευση,Γείωση

Θητεία

internodial => εσωτερικός, internode => κόμβος, internodal => ενδογκόμβιος, internment camp => Στρατόπεδο κράτησης, internment => Κρατούμενος,