Greek Meaning of cadetship
σώμα δοκίμων
Other Greek words related to σώμα δοκίμων
Nearest Words of cadetship
Definitions and Meaning of cadetship in English
cadetship (n)
the position of cadet
cadetship (n.)
The position, rank, or commission of a cadet; as, to get a cadetship.
FAQs About the word cadetship
σώμα δοκίμων
the position of cadetThe position, rank, or commission of a cadet; as, to get a cadetship.
μαθητεία,Βασική εκπαίδευση,Στρατόπεδο εκπαίδευσης,Πρακτική άσκηση,φοίτηση,εκπαίδευση,υποψηφιότητα,εκπαίδευση,Εξωτερική πρακτική άσκηση,οδηγία
Θητεία
cadet => δόκιμος, cader => ικανός, cadenza => Καντέντσα, cadent => ζωηρός, cadene => την κάδενς,