Greek Meaning of surfactant
επιφανειοδραστική ουσία
Other Greek words related to επιφανειοδραστική ουσία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of surfactant
- surfacing => επιφάνεια
- surface-to-air missile system => Ανtiaεροπορικό σύστημα πυραύλων
- surface-to-air missile => Επιφανειακός προς εναέριο πύραυλος
- surface-to-air => Επιφάνεια προς αέρα
- surface-mine => επιφανειακό ορυχείο
- surface-assimilative => επιφανειακής ομοίωσης
- surface-active agent => Επιφανειοδραστικό παράγοντα
- surface-active => Επιφανειοενεργός
- surface tension => Επιφανειακή τάση
- surface soil => Επιφανειακό έδαφος
Definitions and Meaning of surfactant in English
surfactant (n)
a chemical agent capable of reducing the surface tension of a liquid in which it is dissolved
FAQs About the word surfactant
επιφανειοδραστική ουσία
a chemical agent capable of reducing the surface tension of a liquid in which it is dissolved
No synonyms found.
No antonyms found.
surfacing => επιφάνεια, surface-to-air missile system => Ανtiaεροπορικό σύστημα πυραύλων, surface-to-air missile => Επιφανειακός προς εναέριο πύραυλος, surface-to-air => Επιφάνεια προς αέρα, surface-mine => επιφανειακό ορυχείο,