Greek Meaning of diehard
άγνωστος
Other Greek words related to άγνωστος
- συντηρητικός
- πιστός
- ορθόδοξος
- αμετάβλητος
- παραδοσιακό
- συμβατικός
- αφοσιωμένος
- πιστός
- Ακίνητος
- παλιομοδίτικος
- παλαιός
- αντιδραστικός
- μένω σταθερός
- σταθερός
- παραδοσιακός
- πιστός
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- θεσμικός
- Παλαιοσυντηρητικός
- με ορείχαλκο
- κουμπωτό
- Κουμπωμένος
- παλιομοδίτικος
- κουραστικός
- νεοσυντηρητικός
- Οστεοποιημένος
- δεξιά
- Δεξιά
- σετ
- Τετράγωνο
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- βαρετός
- Τόρι
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος
- Ακροδεξιά
- Άκρα δεξιά
- Μεγάλο πνεύμα
- εξτρεμιστής
- φιλελεύθερος
- μη παραδοσιακός
- ανοιχτόμυαλος
- προοδευτικός
- ριζοσπαστικός
- επαναστατικός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- μη συντηρητικός
- μη συμβατικός
- προηγμένος
- Σύγχρονο
- Ευρύχωρος
- μοντέρνος
- nonkonformistas
- Αντι-κατεστημένο
- ανορθόδοξος
- αριστερόχειρας
- αντισυμβατικός
- αντιπαραδοσιακός
- Ακροαριστερό
Nearest Words of diehard
- diegueno => διέγουενο
- diego rodriguez de silva y velazquez => Ντιέγκο Ροντρίγκεθ δε Σίλβα ι Βελάσκεθ
- diego rivera => Ντιέγκο Ριβέρα
- diegesis => διήγηση
- dieffenbachia sequine => Dieffenbachia sequine
- dieffenbachia => Δίφφενμπαχία
- diedral => δίεδρος γωνία
- die-device => πλακέτα
- died => πέθανε
- diecious => Διγενής
Definitions and Meaning of diehard in English
diehard (n)
one who adheres to traditional views
FAQs About the word diehard
άγνωστος
one who adheres to traditional views
συντηρητικός,πιστός,ορθόδοξος,αμετάβλητος,παραδοσιακό,συμβατικός,αφοσιωμένος,πιστός,Ακίνητος,παλιομοδίτικος
Μεγάλο πνεύμα,εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μη παραδοσιακός,ανοιχτόμυαλος,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος
diegueno => διέγουενο, diego rodriguez de silva y velazquez => Ντιέγκο Ροντρίγκεθ δε Σίλβα ι Βελάσκεθ, diego rivera => Ντιέγκο Ριβέρα, diegesis => διήγηση, dieffenbachia sequine => Dieffenbachia sequine,