Greek Meaning of directive
οδηγία
Other Greek words related to οδηγία
Nearest Words of directive
- directionless => χωρίς κατεύθυνση
- directionality => κατευθυντικότητα
- directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο
- directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας
- directional antenna => κατευθυντική κεραία
- directional => διευθυντικό
- direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης
- direction => κατεύθυνση
- directing => σκηνοθεσία
- direct-grant school => Σχολείο με άμεση επιχορήγηση
- directiveness => κατευθυντικότητα
- directivity => κατευθυντικότητα
- directly => άμεσα
- directness => ειλικρίνεια
- directoire style => Στυλ Θυρεό Directory
- director => σκηνοθέτης
- director of central intelligence => διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
- director of research => διευθυντής έρευνας
- directorate => Διεύθυνση
- directorate for inter-services intelligence => Διεύθυνση Διαϋπηρεσιακής Πληροφορίας
Definitions and Meaning of directive in English
directive (n)
a pronouncement encouraging or banning some activity
directive (s)
showing the way by conducting or leading; imposing direction on
directive (a.)
Having power to direct; tending to direct, guide, or govern; showing the way.
Able to be directed; manageable.
FAQs About the word directive
οδηγία
a pronouncement encouraging or banning some activity, showing the way by conducting or leading; imposing direction onHaving power to direct; tending to direct,
κατεύθυνση,διάταγμα,Απαγόρευση,οδηγία,παραγγελία,προσταγή,χρέωση,εντολή,Εντολή,διάταγμα
ένσταση,αίτηση,αίτημα,πρόταση,παράκληση,σύσταση,πρόταση,επείγον
directionless => χωρίς κατεύθυνση, directionality => κατευθυντικότητα, directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο, directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας, directional antenna => κατευθυντική κεραία,