Greek Meaning of teenage
έφηβος
Other Greek words related to έφηβος
- Έφηβος
- ανήλικος
- ανήλικος
- προεφηβεία
- ανήλικος
- Νεαρός
- νεανικός
- νεανικός
- ανήλικος
- άπειρος
- παιδικός
- παιδαριώδης
- εμβρυϊκός
- αναδυόμενος
- Πράσινο
- Ανώριμος
- άπειρος
- βρεφικός
- παιδαριώδης
- εφηβικός
- βρεφώδης
- ανθισμένος
- ανθισμένος, -η, -ο
- ακμάζων
- ανθοφορία
- παιδαριώδης
- Ωμός
- ανεπτυγμένο
- ημιτελές
- άπτερος
- άμορφος
- Άγουρο
- Άγουρο
- ανθηρός
- παιδαριώδης
Nearest Words of teenage
Definitions and Meaning of teenage in English
teenage (s)
being of the age 13 through 19
teenage (n.)
The longer wood for making or mending fences.
FAQs About the word teenage
έφηβος
being of the age 13 through 19The longer wood for making or mending fences.
Έφηβος,ανήλικος,ανήλικος,προεφηβεία,ανήλικος,Νεαρός,νεανικός,νεανικός,ανήλικος,άπειρος
ενήλικας,ηλικιωμένοι,γήρανση,αρχαίος,ηλικιωμένοι,γεροντικός,Ώριμος,ώριμος,παλιό,μεγαλύτερος
teen => έφηβος, teemingness => μύρια όσα, teeming => σφύζων, teemful => πλήρης, teemer => ακοντιστής,