Greek Meaning of middle-age
μέση ηλικία
Other Greek words related to μέση ηλικία
Nearest Words of middle-age
- middle west => Μεσοδυτικά
- middle watch => μέση βάρδια
- middle thyroid vein => Μέση θυρεοειδική φλέβα
- middle term => μέσος όρος
- middle temporal vein => Μέση κροταφική φλέβα
- middle school => Γυμνάσιο
- middle paleolithic => Μέση Παλαιολιθική Εποχή
- middle of the roader => μετριόφρων
- middle name => Δεύτερο όνομα
- middle meningeal artery => Μέση μηνιγγική αρτηρία
- middle-aged => μεσήλικας
- middle-aged man => Άνδρας μέσης ηλικίας
- middlebreaker => Μεσαίος διακόπτης
- middlebrow => μεσαία τάξη
- middle-class => Μέση τάξη
- middle-ear deafness => Αγωγιμός κώφωσις
- middle-earth => Μέση Γη
- middle-ground => κοινή συνισταμένη
- middle-level => μεσαίου επιπέδου
- middleman => μεσάζοντας
Definitions and Meaning of middle-age in English
FAQs About the word middle-age
μέση ηλικία
ενηλικίωση,ωριμότητα,απόγευμα,φθινόπωρο,βραδιά,Πλειοψηφία,μέση,μέση ηλικία,ωριμότητα,χειμώνας
εφηβεία,Νεολαία,άνοιξη
middle west => Μεσοδυτικά, middle watch => μέση βάρδια, middle thyroid vein => Μέση θυρεοειδική φλέβα, middle term => μέσος όρος, middle temporal vein => Μέση κροταφική φλέβα,