Greek Meaning of anecdotage
Ανέκδοτο
Other Greek words related to Ανέκδοτο
Nearest Words of anecdotage
Definitions and Meaning of anecdotage in English
anecdotage (n.)
Anecdotes collectively; a collection of anecdotes.
FAQs About the word anecdotage
Ανέκδοτο
Anecdotes collectively; a collection of anecdotes.
παραφροσύνη,Δεύτερη παιδική ηλικία,Γήρανση,Γηρατειά,ηλικία,γηρατειά,αρχαιότητα,γεροντική ηλικία,ασθενικότητα ,ωριμότητα
εφηβεία,Φρεσκάδα,Ανηλικοτητα,μειονότητα,πρώτος αριθμός,νεότητα,νεανικότητα,ανήλικα χρόνια,Νεολαία,Νεότητα
aneath => κάτω από, anear => κοντά, ane => χρόνος, andy warhol => Άντι Γουόρχολ, andvari => Άντβαρι,