FAQs About the word anecdotage

Ανέκδοτο

Anecdotes collectively; a collection of anecdotes.

παραφροσύνη,Δεύτερη παιδική ηλικία,Γήρανση,Γηρατειά,ηλικία,γηρατειά,αρχαιότητα,γεροντική ηλικία,ασθενικότητα ,ωριμότητα

εφηβεία,Φρεσκάδα,Ανηλικοτητα,μειονότητα,πρώτος αριθμός,νεότητα,νεανικότητα,ανήλικα χρόνια,Νεολαία,Νεότητα

aneath => κάτω από, anear => κοντά, ane => χρόνος, andy warhol => Άντι Γουόρχολ, andvari => Άντβαρι,