Greek Meaning of longed
ποθούσε
Other Greek words related to ποθούσε
Nearest Words of longed
- long-eared owl => Γλαύκα
- long-eared bat => Μακρυαυτακούλης
- longe => μακρύς
- long-drawn => μακροσκελής
- long-distance runner => Δρομέας μεγάλων αποστάσεων
- long-distance call => Κλήση από σταθερό
- long-distance => από απόσταση
- long-dated => μακροπρόθεσμος
- long-clawed prawn => Γαρίδα με μακριά νύχια
- long-chain molecule => Πολυμερές μάκρου
Definitions and Meaning of longed in English
longed (imp. & p. p.)
of Long
FAQs About the word longed
ποθούσε
of Long
λαχταρούσε,βασανισμένος,φοβισμένος,ποθούσε,ανήσυχος,ανήσυχος,ενοχλημένο,τριμμένο,απελπισμένος,ανήσυχος
αποδεκτό,βαρετός,άντεξε,,διατηρημένος,ανεκτή,πήρε,έμεινε,κατοικία,ανέχεται
long-eared owl => Γλαύκα, long-eared bat => Μακρυαυτακούλης, longe => μακρύς, long-drawn => μακροσκελής, long-distance runner => Δρομέας μεγάλων αποστάσεων,