FAQs About the word longed

ποθούσε

of Long

λαχταρούσε,βασανισμένος,φοβισμένος,ποθούσε,ανήσυχος,ανήσυχος,ενοχλημένο,τριμμένο,απελπισμένος,ανήσυχος

αποδεκτό,βαρετός,άντεξε,,διατηρημένος,ανεκτή,πήρε,έμεινε,κατοικία,ανέχεται

long-eared owl => Γλαύκα, long-eared bat => Μακρυαυτακούλης, longe => μακρύς, long-drawn => μακροσκελής, long-distance runner => Δρομέας μεγάλων αποστάσεων,