FAQs About the word pined

ποθούσε

of Pine

ποθούσε,λαχταρούσε,βασανισμένος,φοβισμένος,ιδρωμένος,ενοχλημένο,τριμμένο,απελπισμένος,ανήσυχος,βραστά

αποδεκτό,πήρε,βαρετός,άντεξε,,διατηρημένος,ανεκτή,έμεινε,κατοικία,ανέχεται

pine-crowned => με πευκοστεφάνωμα, pinecone => κουκουνάρι, pine-clad => Πεύκινος, pine-barren sandwort => Αμμωδάκι των πεύκων, pineaster => πεύκο θαλάσσιο,