Greek Meaning of tresor
Θησαυρός
Other Greek words related to Θησαυρός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of tresor
- trespass => παράβαση
- trespass de bonis asportatis => Αρπαγή κινητών πραγμάτων
- trespass on the case => παράβαση της υπόθεσης
- trespass quare clausum fregit => παράνομη είσοδος
- trespass viet armis => βίαιη εισβολή σε ξένη ιδιοκτησία
- trespassed => παραβιάζω
- trespasser => παραβάτης
- trespassing => παράβαση
- tress => τούφα μαλλιών
- tressed => πλεγμένο
Definitions and Meaning of tresor in English
tresor (n.)
Treasure.
FAQs About the word tresor
Θησαυρός
Treasure.
No synonyms found.
No antonyms found.
tresayle => τρόμος, treponemataceae => Τρεπονηματώδη, treponema => τρεπόνημα, trepidly => με τρόμο, trepidity => φόβος,