Greek Meaning of trepidity
φόβος
Other Greek words related to φόβος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of trepidity
- trepidly => με τρόμο
- treponema => τρεπόνημα
- treponemataceae => Τρεπονηματώδη
- tresayle => τρόμος
- tresor => Θησαυρός
- trespass => παράβαση
- trespass de bonis asportatis => Αρπαγή κινητών πραγμάτων
- trespass on the case => παράβαση της υπόθεσης
- trespass quare clausum fregit => παράνομη είσοδος
- trespass viet armis => βίαιη εισβολή σε ξένη ιδιοκτησία
Definitions and Meaning of trepidity in English
trepidity (n.)
Trepidation.
FAQs About the word trepidity
φόβος
Trepidation.
No synonyms found.
No antonyms found.
trepidation => Τρόμος, trepid => ταραγμένος, trephritidae => Τεφριτιδών, trephining => Άνοιγμα κρανίου, trephined => τρεπανισμένος,