Greek Meaning of interruptedly
διακοπτόμενος
Other Greek words related to διακοπτόμενος
Nearest Words of interruptedly
- interrupted fern => Σήραγγας διακοπής
- interrupted => διακοπείσα
- interrupt => διακόπτης
- interrogatory => ανάκριση
- interrogatories => Ερωτήματα
- interrogator => ανακριτής
- interrogatively => ερωτηματικά
- interrogative sentence => ερωτηματική πρόταση
- interrogative mood => Ερωτηματική έγκλιση
- interrogative => ερωτηματικός
Definitions and Meaning of interruptedly in English
interruptedly (adv.)
With breaks or interruptions; discontinuously.
FAQs About the word interruptedly
διακοπτόμενος
With breaks or interruptions; discontinuously.
διαλειμματικά,ασυνεχώς
συνεχόμενα,Σερί,τρέξιμο,διαδοχικά,διαδοχικά,μαζί,πλάτη με πλάτη,συνεχώς,συνεχώς,συνεχώς
interrupted fern => Σήραγγας διακοπής, interrupted => διακοπείσα, interrupt => διακόπτης, interrogatory => ανάκριση, interrogatories => Ερωτήματα,