FAQs About the word interruptedly

διακοπτόμενος

With breaks or interruptions; discontinuously.

διαλειμματικά,ασυνεχώς

συνεχόμενα,Σερί,τρέξιμο,διαδοχικά,διαδοχικά,μαζί,πλάτη με πλάτη,συνεχώς,συνεχώς,συνεχώς

interrupted fern => Σήραγγας διακοπής, interrupted => διακοπείσα, interrupt => διακόπτης, interrogatory => ανάκριση, interrogatories => Ερωτήματα,