Greek Meaning of interruptive
διακοπτικός
Other Greek words related to διακοπτικός
Nearest Words of interruptive
Definitions and Meaning of interruptive in English
interruptive (a.)
Tending to interrupt; interrupting.
FAQs About the word interruptive
διακοπτικός
Tending to interrupt; interrupting.
Προσθήκη,ενοχλώ,Διαρρήκτης,κόβω,παρεμβάλλω,παρεμβαίνω,ανακατεύομαι,συμμετέχω,συνεισφέρω,κόρνα μέσα
No antonyms found.
interruption => διακοπή, interrupting => διακόπτωντας, interrupter => διακόπτης, interruptedly => διακοπτόμενος, interrupted fern => Σήραγγας διακοπής,