FAQs About the word pauperize

εξαθλιώνω

reduce to beggaryTo reduce to pauperism; as, to pauperize the peasantry.

Χρεωκοπία,ζητιάνος,Φτωχοποίηση,μειώνω,ερείπια,προτομή,καθαρό (έξω),σβήνω,Σπάω,Στενεύω

εμπλουτίζω,πλουτίζω

pauperization => φτωχοποίηση, pauperism => φτωχοποίηση, pauperise => φτωχοποιώ, pauperisation => φτωχοποίηση, pauper => φτωχός,