Greek Meaning of predominate
υπερισχύω
Other Greek words related to υπερισχύω
- πρώτο
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- αρχηγός
- ο σημαντικότερος
- υψηλός
- μόλυβδος
- κορυφαία
- μεγάλος
- Ανώτατος
- πρώτος αριθμός
- διευθυντής
- Ανώτατος
- κορυφαίο
- ωροσκόπος
- επιτακτικός
- Ελεγχόμενος
- σκηνοθεσία
- κυρίαρχος
- κεφάλι
- υψηλού επιπέδου
- διαχείριση
- λειτουργός
- την εποπτεία
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- Εν ενεργεία
- ο κυβερνών
- κυρίαρχος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- κυρίαρχος
- ανώτερος
- Εποπτικό
- κορυφαίος
- άνω
- ανώτατος
- προεδρεύων
- κυρίαρχος
- εξέχων
Nearest Words of predominate
Definitions and Meaning of predominate in English
predominate (v)
be larger in number, quantity, power, status or importance
appear very large or occupy a commanding position
predominate (s)
having superior power and influence
FAQs About the word predominate
υπερισχύω
be larger in number, quantity, power, status or importance, appear very large or occupy a commanding position, having superior power and influence
πρώτο,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,αρχηγός,ο σημαντικότερος,υψηλός,μόλυβδος,κορυφαία,μεγάλος
βοηθητικός,δευτερόλεπτο,κατώτερος,τελευταίο,λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,δευτερεύων,υφιστάμενος,θυγατρική εταιρεία
predominantly => κυρίως, predominant => κυρίαρχος, predominance => κυριαρχία, prednisone => Πρεδνιζόνη, prednisolone => Πρεδνιζολόνη,