Greek Meaning of outspokenness

ειλικρίνεια

Other Greek words related to ειλικρίνεια

Definitions and Meaning of outspokenness in English

Wordnet

outspokenness (n)

the trait of being blunt and outspoken

FAQs About the word outspokenness

ειλικρίνεια

the trait of being blunt and outspoken

ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ευθύτητα,σοβαρότητα

προσποιούμενος,εξαπάτηση,αποφυγή,έμμεσότητα,Αναστολή,συγκράτηση,εχεμύθεια,μυστικότητα,δειλία,Διπλωματία

outspokenly => Ειλικρινά, outspoken => ειλικρινά, outspin => εκτόξευση, outspend => ξοδεύω περισσότερα, outspeed => ξεπερνώ σε ταχύτητα,