FAQs About the word outreach

Εξωτερική δραστηριότητα

the act of reaching outTo reach beyond.

Υπερβαίνω,ξεπερνάω,Σπάω,ξεπερνάω,γέφυρα,Υπερβαίνω,Κατακλύζω,Υπέρβαση,υπερβαίνω,ξεπερνάω

No antonyms found.

outre => Εξαίρετος, outraze => αγανάκτηση, outraye => αγανάκτηση, outray => οργή, outrank => ξεπερνώ,