FAQs About the word proviso

όρος

a stipulated condition

συνθήκη,διάταξη,απαίτηση,όρος,ενδεχόμενο,εξαίρεση,προσόν,κράτηση,όροι,ουσιαστικός

No antonyms found.

provisions => διατάξεις, provisioner => προμηθευτής, provisionary => προσωρινός, provisionally => προσωρινά, provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός,