Greek Meaning of proviso
όρος
Other Greek words related to όρος
Nearest Words of proviso
- provisions => διατάξεις
- provisioner => προμηθευτής
- provisionary => προσωρινός
- provisionally => προσωρινά
- provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός
- provisional ira => προσωρινός ΙΡΑ
- provisional => προσωρινός
- provision => διάταξη
- provirus => Πρόϊος
- proving ground => Δοκιμαστικός χώρος
Definitions and Meaning of proviso in English
proviso (n)
a stipulated condition
FAQs About the word proviso
όρος
a stipulated condition
συνθήκη,διάταξη,απαίτηση,όρος,ενδεχόμενο,εξαίρεση,προσόν,κράτηση,όροι,ουσιαστικός
No antonyms found.
provisions => διατάξεις, provisioner => προμηθευτής, provisionary => προσωρινός, provisionally => προσωρινά, provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός,