Greek Meaning of proving ground
Δοκιμαστικός χώρος
Other Greek words related to Δοκιμαστικός χώρος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of proving ground
- provirus => Πρόϊος
- provision => διάταξη
- provisional => προσωρινός
- provisional ira => προσωρινός ΙΡΑ
- provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός
- provisionally => προσωρινά
- provisionary => προσωρινός
- provisioner => προμηθευτής
- provisions => διατάξεις
- proviso => όρος
Definitions and Meaning of proving ground in English
proving ground (n)
a workplace for testing new equipment or ideas
FAQs About the word proving ground
Δοκιμαστικός χώρος
a workplace for testing new equipment or ideas
No synonyms found.
No antonyms found.
provincially => επαρχιακά, provincialism => επαρχιωτισμός, provincial capital => Πρωτεύουσα επαρχίας, provincial => επαρχιακός, province => επαρχία,