FAQs About the word proving ground

Δοκιμαστικός χώρος

a workplace for testing new equipment or ideas

No synonyms found.

No antonyms found.

provincially => επαρχιακά, provincialism => επαρχιωτισμός, provincial capital => Πρωτεύουσα επαρχίας, provincial => επαρχιακός, province => επαρχία,