Greek Meaning of providently
προνοητικά
Other Greek words related to προνοητικά
Nearest Words of providently
Definitions and Meaning of providently in English
providently (r)
in a provident manner
FAQs About the word providently
προνοητικά
in a provident manner
οικονομικός,εξοικονόμηση,συνετός,αποταμίευση,φτηνός,διατήρησης,διορατικός,λιτός,διατηρητέο,λιτότητα
φιλανθρωπικός,γενναιόδωρος,ανοικονομίδης,φιλελεύθερος,σπάταλος,άσωτος,Σπάταλος,ανιδιοτελής,σπάταλος,Μαρμέλος
providentially => σωτήρια, providential => θεόσταλτος, provident => προνοητικός, providence => πρόνοια, provide => παρέχειν,