Greek Meaning of cracksman
διαρρήκτης
Other Greek words related to διαρρήκτης
- ληστής
- Γατοκλέφτης
- ληστής
- κλέφτης
- ληστής
- Κλέφτης
- υπεξαιρέτης
- εμβολιαστής
- απαγωγέας
- κλεπτομανής
- κλέφτης
- Κλειδαράς
- τσιμπίδα
- θυροφύλακας
- Κλεφτης
- κλέφτης
- απαγωγέας
- ληστής αυτοκινήτων
- Κλεφτοκοτάς
- βουτάω
- αεροπειρατής
- απαγωγέας
- κλέπτο
- ληστής
- πορτοφολάς
- κλέφτης
- ληστής
- ληστής
- ληστής
- Κλοπή βοοειδών
- Κλέφτης από κατάστημα
- αεροπειρατής
- λαθρέμπορος
Nearest Words of cracksman
Definitions and Meaning of cracksman in English
cracksman (n)
a thief who breaks open safes to steal valuable contents
FAQs About the word cracksman
διαρρήκτης
a thief who breaks open safes to steal valuable contents
ληστής,Γατοκλέφτης,ληστής,κλέφτης,ληστής,Κλέφτης,υπεξαιρέτης,εμβολιαστής,απαγωγέας,κλεπτομανής
No antonyms found.
crackpot => Τρελός, cracklings => τσίκνα, crackling => θροΐζων, crackleware => κρακελέ, crackle china => Κρακελέ,