Greek Meaning of kleptomaniac
κλεπτομανής
Other Greek words related to κλεπτομανής
- ληστής
- υπεξαιρέτης
- εμβολιαστής
- ληστής
- κλέπτο
- πορτοφολάς
- Κλέφτης από κατάστημα
- Κλέφτης
- απαγωγέας
- Γατοκλέφτης
- διαρρήκτης
- Κλεφτοκοτάς
- απαγωγέας
- απαγωγέας
- ληστής
- Κλειδαράς
- κλέφτης
- τσιμπίδα
- ληστής
- θυροφύλακας
- Κλεφτης
- κλέφτης
- ληστής
- ληστής αυτοκινήτων
- βεβηλωτής
- βουτάω
- πατούσα
- Ληστής
- αεροπειρατής
- κλέφτης
- ληστής
- πειρατής
- ληστής
- Λαθροθήρας
- κλέφτης
- Κλοπή βοοειδών
- αεροπειρατής
- λαθρέμπορος
Nearest Words of kleptomaniac
Definitions and Meaning of kleptomaniac in English
kleptomaniac (n)
someone with an irrational urge to steal in the absence of an economic motive
kleptomaniac (n.)
A person affected with kleptomania.
FAQs About the word kleptomaniac
κλεπτομανής
someone with an irrational urge to steal in the absence of an economic motiveA person affected with kleptomania.
ληστής,υπεξαιρέτης,εμβολιαστής,ληστής,κλέπτο,πορτοφολάς,Κλέφτης από κατάστημα,Κλέφτης,απαγωγέας,Γατοκλέφτης
No antonyms found.
klemens metternich => Κλέμενς φον Μέττερνιχ, kleist => Κλάιστ, klein bottle => Μπουκάλι του Klein, klein => Κλάιν, kleenex => Χαρτομάντιλο,