Greek Meaning of poacher
Λαθροθήρας
Other Greek words related to Λαθροθήρας
- ληστής
- Ληστής
- απαγωγέας
- απαγωγέας
- ληστής
- ληστής
- πειρατής
- ληστής
- Κλοπή βοοειδών
- λαθρέμπορος
- απαγωγέας
- ληστής αυτοκινήτων
- Κλεφτοκοτάς
- βεβηλωτής
- πατούσα
- αεροπειρατής
- ληστής
- πορτοφολάς
- κλέφτης
- Κλέφτης από κατάστημα
- αεροπειρατής
- ληστής
- Γατοκλέφτης
- διαρρήκτης
- βουτάω
- υπεξαιρέτης
- εμβολιαστής
- ληστής
- κλέπτο
- κλεπτομανής
- Κλειδαράς
- ληστής
- θυροφύλακας
- Κλεφτης
Nearest Words of poacher
Definitions and Meaning of poacher in English
poacher (n)
someone who hunts or fishes illegally on the property of another
a cooking vessel designed to poach food (such as fish or eggs)
small slender fish (to 8 inches) with body covered by bony plates; chiefly of deeper northern Pacific waters
poacher (n.)
One who poaches; one who kills or catches game or fish contrary to law.
The American widgeon.
FAQs About the word poacher
Λαθροθήρας
someone who hunts or fishes illegally on the property of another, a cooking vessel designed to poach food (such as fish or eggs), small slender fish (to 8 inche
ληστής,Ληστής,απαγωγέας,απαγωγέας,ληστής,ληστής,πειρατής,ληστής,Κλοπή βοοειδών,λαθρέμπορος
μη κυνηγός
poached egg => Αυγά ποσέ, poached => Ποσαρισμένο, poachard => παπάκι, poach => λαθροκυνηγός, poa pratensis => αγρωστίδα η κοινή,