Greek Meaning of liftoff
Εκτόξευση
Other Greek words related to Εκτόξευση
Nearest Words of liftoff
Definitions and Meaning of liftoff in English
liftoff (n)
the initial ascent of a rocket from its launching pad
FAQs About the word liftoff
Εκτόξευση
the initial ascent of a rocket from its launching pad
Εκτόξευση,απογείωση,εκτόξευση,ανάβαση
προ(σ)γείωση,σύγκρουση,προσводάτωση
liftman => Ανσανσερίστας, lifting device => συσκευή ανύψωσης, lifting => ανύψωση, liftgate => πύλη ανύψωσης, lifter => Ανυψωτήρας,