Greek Meaning of emulsified
γαλακτωματοποιημένο
Other Greek words related to γαλακτωματοποιημένο
- πρόσθεσε
- μικτός
- συνδυασμένος
- ενωμένος
- αναμεμειγμένο
- συσπειρώθηκε
- σύνθετος
- λειωμένος
- Ομογενοποιημένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- ενσωματωμένο
- ενωμένο
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- αναδευμένος
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- μικτός
- σύνθετοι
- μπετονένιος
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- ενωμένες
- κόβω
- διπλωμένος
- αναμεμειγμένος
- προσχώρησε
- Πλέκω
- πλεκτό
- συνδεδεμένος
- πεταγμένη
- ενωμένος
- υφαντός
- beat (μέσα)
- ανάμεικτος
- συγχωνευμένο
- αναμεμειγμένο
- διαπεραστικός
- αλληλένδετος
Nearest Words of emulsified
Definitions and Meaning of emulsified in English
emulsified
to disperse in an emulsion, to disperse (as an oil) in an emulsion, to convert (two or more immiscible liquids) into an emulsion, to change (as an oil) into an emulsion
FAQs About the word emulsified
γαλακτωματοποιημένο
to disperse in an emulsion, to disperse (as an oil) in an emulsion, to convert (two or more immiscible liquids) into an emulsion, to change (as an oil) into an
πρόσθεσε,μικτός,συνδυασμένος,ενωμένος,αναμεμειγμένο,συσπειρώθηκε,σύνθετος,λειωμένος,Ομογενοποιημένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
διαλυμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,διαχωρισμένος,αποκομμένος,χαλασμένος,Χώρισαν,σχισμένο,σχισμή,αποσπασμένος
EMTs => Παραϊατρικοί, EMT => ΕΜΤ, empyreans => Εμπύρεια, empoisoned => δηλητηριασμένος, employes => Εργαζόμενοι,