Greek Meaning of melded

ενωμένο

Other Greek words related to ενωμένο

Definitions and Meaning of melded in English

Webster

melded (imp. & p. p.)

of Meld

FAQs About the word melded

ενωμένο

of Meld

ενωμένος,μικτός,συνδυασμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),ενσωματωμένο,συγχωνευμένο,μικτός,πρόσθεσε,αναμεμειγμένο,λειωμένος

σχισμένο,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,διαχωρισμένος,αποκομμένος,Χώρισαν,σχισμή,αποσπασμένος,δυσλειτουργικός,διασκορπισμένος

meld => ανακατεύω, melchite => μελχίτης, melchior => Μελχιόρ, melbourne => Μελβούρνη, melba toast => τοστ Μελμπά,