Greek Meaning of elaborated (on or upon)

εκπονημένος (επί ή επί)

Other Greek words related to εκπονημένος (επί ή επί)

Definitions and Meaning of elaborated (on or upon) in English

elaborated (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word elaborated (on or upon)

εκπονημένος (επί ή επί)

διευρυμένη (επί ή επάνω),συμπληρωματικός,ενισχυμένοι,επεκταθεί,παρατεταμένος,επιμήκης,διευρυμένο,επιμήκης,παρατεταμένος

αφηρημένος,βρασμένος,ενημερώθηκε,μείωση,χωνεμένος,εγκλωβισμένο,ενσωμάτωσε,υπογεγραμμένο,περίληψη,συνοψίστηκαν

elaborate (on) => επεξεργάζομαι (για), elaborate (on or upon) => αναπτύσσω, el cheapo => φτηνό πράγμα, eking out => βγάζω το ψωμί μου, eked out => εξήγαγε,