Greek Meaning of electrifications
Ηλεκτρισμοί
Other Greek words related to Ηλεκτρισμοί
Nearest Words of electrifications
- electrics => ηλεκτρικά
- elections => Εκλογές
- elders => ηλικιωμένοι
- elderliness => Γηρατειά
- elations => χαρά
- elaborations => εξειδικεύσεις
- elaborating (on) => (επεξεργάζομαι (για))
- elaborating (on or upon) => Elaborating (on or upon) - Επεξεργασία (πάνω ή επάνω)
- elaborated (on) => εκτεθειμένο επί
- elaborated (on or upon) => εκπονημένος (επί ή επί)
Definitions and Meaning of electrifications in English
electrifications
the state of being electrified, an act or process of electrifying
FAQs About the word electrifications
Ηλεκτρισμοί
the state of being electrified, an act or process of electrifying
ερεθίσματα,Φράντζα,μπότες,βουητό,υψηλά,δηλητηριάσεις,κλωτσιές,Βούρλα,σοκ,συγκινήσεις
No antonyms found.
electrics => ηλεκτρικά, elections => Εκλογές, elders => ηλικιωμένοι, elderliness => Γηρατειά, elations => χαρά,