Greek Meaning of bouncingly

αναπηδώντας

Other Greek words related to αναπηδώντας

Definitions and Meaning of bouncingly in English

Webster

bouncingly (adv.)

With a bounce.

FAQs About the word bouncingly

αναπηδώντας

With a bounce.

κατάλληλο,υγιής,robust,ήχος,γερός,καλά,ολόκληρος,Σε φόρμα,υγιής,ενεργός

άρρωστος,εξετάζω,ετοιμόρροπος,ανάπηρος,άρρωστος,Ασθενής,σταματώ,άρρωστος,χωλός,άρρωστος, -η, -ο

bouncing putty => Αλτικό πηλό, bouncing betty => Άλμα Μπέτι, bouncing bet => Μαννοτράχηλο, bouncing => ανάκαμψη, bounciness => Ελαστικότητα,