Greek Meaning of key (up)
πλήκτρο (πάνω)
Other Greek words related to πλήκτρο (πάνω)
- ενεργοποιώ
- κινούμενη εικόνα
- οδήγηση
- ενεργοποιώ
- γαλβανίζω
- ανάψω
- προκαλώ
- Εμπνέω
- παρακινεί
- κίνητρο
- επιταχύνω
- ξεκινώ
- σκανδάλη
- ζωογονώ
- Άναμμα
- φουσκώνω
- επιταχύνω
- χτυπάω
- υποκινώ
- οργή
- ξυπνώ
- ενθαρρύνω
- Διέγερση
- ανεμιστήρας
- Ζύμωση
- Υποστηρίζω
- παροτρύνω
- φλεγμόνω
- υποκινώ
- ανάβω
- προκαλώ
- σπινθήρας
- διεγείρω
- ανακατεύω
- αναστατωμένος
- Αναφλέγω
- επιδεινώνω
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- εξοργίζει
- ερεθίζω
- εμπνέω
- ερεθίζω
- κοροϊδεύω
- Μάντεν
- κινώ
- εκνευρίζω
- ανυψώνω
- ειρωνεία
- πειράζω
- ενοχλώ
Nearest Words of key (up)
Definitions and Meaning of key (up) in English
key (up)
something that resembles a key in form or function, a usually metal instrument that is used to open a lock or to start or access a mechanism
FAQs About the word key (up)
πλήκτρο (πάνω)
something that resembles a key in form or function, a usually metal instrument that is used to open a lock or to start or access a mechanism
ενεργοποιώ,κινούμενη εικόνα,οδήγηση,ενεργοποιώ,γαλβανίζω,ανάψω,προκαλώ,Εμπνέω,παρακινεί,κίνητρο
Ήρεμος,,καταπιέζω,κατευνάζω,εξευμενίζω,κατευνάζω,κατευνάζω,ηρεμώ,ηρεμώ
kettles => βραστῆρες, ketches => κέτσι, kernels => πυρήνες, kerfuffles => φασαρίες, kerflooey => τούμπα,