Greek Meaning of kept (from)
διατηρείται (από)
Other Greek words related to διατηρείται (από)
Nearest Words of kept (from)
Definitions and Meaning of kept (from) in English
kept (from)
to not do or experience (something), to prevent or stop (someone or something) from doing or experiencing (something), to not tell (something) to (someone)
FAQs About the word kept (from)
διατηρείται (από)
to not do or experience (something), to prevent or stop (someone or something) from doing or experiencing (something), to not tell (something) to (someone)
απέχεται (από),Απέφευξε,απείχε (από),παρακρατηθείσα (από),απαράβατος,αρνηθεί,απέφυγε,παραιτήθηκε,απορριφθείς,επιλεγμένο
υποκλίθηκε (σε),υποκύπτω (σε),υποτελής (σε),υπέκυψε (σε),παραδόθηκε (σε),υποχώρησε (σε),συμφωνώ (με),παραδέχθηκε (σε),κατέληξε σε συνθηκολόγηση,παραχωρώ
kept (back) => διατηρημένος (πίσω), kens => Κεν, kennings => Κένινγκς, kennels => κυνοτροφείο, keggers => βαρέλια μπύρας,