FAQs About the word waiter

σερβιτόρος

a person whose occupation is to serve at table (as in a restaurant), a person who waits or awaitsOne who, or that which, waits; an attendant; a servant in atten

διακομιστής,Σερβιτόρα,Μπαρμαν,Μπαρτέντερ,σερβιτόρος,Σερβιτόρος/Σερβιτόρα,Μπαρμαν,Μπαρμαν,Μετρ,maître d'

No antonyms found.

waited => περίμενε, waite => περιμένω, wait-a-while => Περίμενε λίγο, wait-a-bit => Περίμενε λίγο, wait on => περιμένω,