FAQs About the word barman

Μπαρμαν

an employee who mixes and serves alcoholic drinks at a bar

Μπαρμαν,Μπαρτέντερ,Μπαρμαν,σερβιτόρος,Σερβιτόρα,σερβιτόρος,διακομιστής,σομελιέ,Υπάλληλος καμπίνας,Αεροσυνοδός

No antonyms found.

barmaid => Μπαργούμαν, barm => μαγιά, barley-sugar => κρυσταλλική ζάχαρη, barleycorn => κριθάρι, barley-bree => μπύρα κριθαριού,